- παραπήγματα
- παράπηγμαastronomical and meteorological calendarneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
OENOPIDES — vir Mathematicus ex Chio insula, Anaxagorâ aliquanto minor. Diodor. Sic. l. 1. Cum dedicaret in Olympiis tabulam, inscripsit in ea Astrologiam 59. ann. affirmans, hunc magnum esse annum, Aelian. Histor. var. l. 10. c. 7. Fuit autem tabula haec… … Hofmann J. Lexicon universale
PARAPEGMA — Graece παράπηγμα, proprie tabula est aenea, columnae alicui solita affigi, ςτυλοπινάκιον hine quoque Graecis. In cuiusmodi tabulis Leges, Edicta, Agrorum divisionum formae, Canones siderum Astronomici, et alia vulgo incidebantur, et in locis… … Hofmann J. Lexicon universale
PINACES — Πνακες, dicti sunt Theoni, qui aliis παραπήγματα. Vide supra in Parapegma, et Cl. Suicerum, voce Πναξ … Hofmann J. Lexicon universale
γέρρον — γέρρον, το (Α) 1. κάθε αντικείμενο πλεγμένο από ευλύγιστες βέργες, συνήθως λυγαριάς 2. η επιμήκης ασπίδα τών Περσών, σκεπασμένη με δέρμα βοδιού 3. το ψαθωτό τμήμα τής άμαξας 4. η γερροχελώνη, δηλ. πολιορκητική μηχανή σε σχήμα χελώνας… … Dictionary of Greek
καλύβα — Μικρό μονώροφο αγροτικό σπίτι που αποτελείται από ένα δωμάτιο, σκεπασμένο συνήθως από χόρτα και κλαδιά. Κ. λέγονται και τα πρόχειρα, κατασκευασμένα με κλαδιά και σανίδες ή καλάμια εξοχικά παραπήγματα. Στο Άγιον Όρος κ. ονομάζεται κάθε μικρή… … Dictionary of Greek
μεσόστυλο — το (ΑM μεσόστυλον, Α και μεσοστύλιον) το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο στύλων μσν. στον πληθ. τὰ μεσόστυλα τα παραπήγματα που βρίσκονται μεταξύ τών στύλων ή κινητοί οικίσκοι αρχ. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «μεσόδμαι, μεσόστυλα»· [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
οπερέτα — θεατρικό είδος που αποτελείται από μουσικά μέρη (άριες, κοντσερτάτα, ενόργανη μουσική κλπ.) και από διάλογους σε πεζό, το οποίο δεν εμβαθύνει στα δραματικά στοιχεία, αλλά στηρίζεται στις αρετές, στην πολυτέλεια και στη γοητεία του ίδιου του… … Dictionary of Greek
παράπηγμα — το, ΝΜΑ [παραπήγνυμι] νεοελλ. 1. πρόχειρο οίκημα κατασκευασμένο από σανίδες, η παράγκα 2. στον πληθ. τα παραπήγματα α) όλα τα πρόσθετα μέρη που βρίσκονται πάνω στο κατάστρωμα και στα τοιχώματα τού σκάφους, όπως τα ακροστόλια, τα δρύφακτα, οι… … Dictionary of Greek
παραπηγματούπολη — η τμήμα μιας πόλης ο πληθυσμός τού οποίου στεγάζεται κυρίως σε πρόχειρες κατασκευές, δηλ. σε παραπήγματα, και ο οποίος αποτελείται στο μεγαλύτερο ποσοστό από εσωτερικούς μετανάστες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράπηγμα, ατος + πόλη, απόδοση του αγγλ.… … Dictionary of Greek
στεγνοποιώ — έω, Α 1. κατασκευάζω στέγαστρα, παραπήγματα 2. προκαλώ δυσκοιλιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεγνός + ποιῶ (< ποιός*)] … Dictionary of Greek